Aρθρογραφεί η Σουσάνα Πάυλου.Δημοσιεύθηκε αρχικά στον Πολίτη, στη σελίδα "Πολίτισσες" στις 09 Φεβρουαρίου 2020.
Τα παιδιά αποτελούν τον μεγαλύτερο πληθυσμό θυμάτων στις περιπτώσεις της βίας κατά των γυναικών που συμβαίνουν εντός της οικογένειας. Οι αρνητικές συνέπειες της ενδοοικογενειακής βίας στα παιδιά περιλαμβάνουν την άμεση ή έμμεση έκθεση στη βία, τη βίαιη ή απειλητική συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένων του εξευτελισμού, του εκφοβισμού και των ενεργειών ελέγχου. Αυτά τα βιώματα δημιουργούν αρνητικό αντίκτυπο στα παιδιά και περιλαμβάνουν τον αυξημένο κίνδυνο ψυχολογικών, κοινωνικών και προβλημάτων συμπεριφοράς. Υπάρχει ακόμα και ο κίνδυνος του θανάτου, όπως μαρτυρήσαμε στην πρόσφατη περίπτωση του Στυλιανού, αλλά και σε περιπτώσεις δολοφονίας γυναικών και των παιδιών τους από τον βίαιο πατέρα.
Με δεδομένες τις ενδείξεις για τον αρνητικό αντίκτυπο της βίας κατά των γυναικών στις ζωές των παιδιών, είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι αυτό είναι ένα ξεχωριστό πεδίο. Ο κίνδυνος που βιώνουν τα παιδιά από τη βία είναι συχνά διαφορετικός από τον κίνδυνο των μητέρων τους, λόγω του σταδίου ανάπτυξής τους, της διαφορετικής σχέσης που έχουν με τον δράστη και του βαθμού εξάρτησής τους από τους ενήλικες που τα φροντίζουν.
Η γονική επιμέλεια
Η θυματοποίηση των παιδιών στο πλαίσιο της βίας κατά των γυναικών, πολύ συχνά συνεχίζεται και κλιμακώνεται στο πλαίσιο των γονικών διαφορών σχετικά με τη γονική επιμέλεια και επικοινωνία. Έρευνες έδειξαν ότι η γονική επιμέλεια και επικοινωνία μπορεί να αποτελέσει έναν τομέα συνεχούς ψυχολογικής, συναισθηματικής και σωματικής κακοποίησης γυναικών και παιδιών.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ευρέως αποδεκτές αντιλήψεις σε επίπεδο πολιτικής, καθώς και σε επίπεδο πρακτικής, ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να έχουν προσωπική σχέση και άμεση επαφή και με τους δύο γονείς. Συχνά όμως σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας κατά της μητέρας, το δικαίωμα της γυναίκας να απαλλαχτεί από τη βία έρχεται σε αντιπαράθεση με το δικαίωμα του παιδιού για επαφή με τον πατέρα. Έτσι, ενώ πολλά παιδιά επιθυμούν συνεχή επαφή με τον πατέρα τους, χρειάζονται οι ανάλογες εγγυήσεις και προϋποθέσεις ώστε αυτό να γίνεται χωρίς να συνεχίσει να τίθεται σε κίνδυνο η μητέρα. Για τα παιδιά, όμως, που δεν επιθυμούν να βλέπουν τον βίαιο πατέρα τους, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμά τους αυτό και να τους δίνεται η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις και ανάγκες τους όσον αφορά αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους.
Στερεότυπο και η δυσπιστία
Το θέμα της γονικής επιμέλειας και επικοινωνίας στο πλαίσιο στης βίας κατά των γυναικών έχει απασχολήσει εμπειρογνώμονες στον τομέα της βίας κατά των γυναικών σε διεθνές επίπεδο. Στις 31 Μαΐου 2019, μία ομάδα ανεξάρτητων μηχανισμών των Ηνωμένα Ηνωμένων Εθνών, αλλά και του Συμβουλίου της Ευρώπης, εξέδωσαν ανακοίνωση επισημαίνοντας ότι η βία κατά των γυναικών πρέπει να αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα στον καθορισμό της γονικής επιμέλειας των παιδιών, αφού η βία στην οικογένεια επηρεάζει κυρίως τις γυναίκες και έχει άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών. Επίσης προειδοποιούν ότι πολύ συχνά οι στερεοτυπικές και σεξιστικές αντιλήψεις οδηγούν σε δυσπιστία προς τις γυναίκες, ιδίως όσον αφορά τις υποτιθέμενες ψευδείς καταγγελίες για κακοποίηση παιδιών και ενδοοικογενειακή βία.
Επιπρόσθετα, οι εμπειρογνώμονες αποθαρρύνουν την κατάχρηση της «γονικής αποξένωσης» και άλλων συναφών όρων, για την αφαίρεση της γονικής επιμέλειας από τη μητέρα και την απόκτησή της από τον πατέρα με ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας με τρόπο που αγνοεί εντελώς τους πιθανούς κινδύνους για το παιδί.
Από την επιμέλεια
Το θέμα της γονικής επιμέλειας και επικοινωνίας έχει συνδεθεί στενά με τον όρο «γονική αποξένωση», θέμα που απασχόλησε πρόσφατα την κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η γονική αποξένωση είναι δύσκολο να προσδιοριστεί λόγω του αμφισβητούμενου χαρακτήρα της. Εντούτοις, ο όρος είναι γενικά κατανοητός, ως τις ενέργειες ενός γονέα να εμποδίσει τη συνεχή σχέση με τον άλλο γονέα. Φυσικά και υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι γονείς, άνδρες και γυναίκες, συμμετέχουν σε καταχρηστική και ανορθολογική συμπεριφορά ο ένας προς τον άλλον μετά τον χωρισμό και εμπλέκουν σε αυτό τα παιδιά τους. Αλλά πολλοί γονείς που κατηγορούνται για αποξένωση είναι μητέρες που βιώνουν οικογενειακή βία και κακοποίηση. Οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές ή και καταστροφικές για τα παιδιά, αν το δικαστήριο αποφασίσει ότι απαιτείται η επικοινωνία με έναν βίαιο πατέρα.
Σημειώνεται πως, ενώ η θεωρία του συνδρόμου της γονικής αποξένωσης έχει σε μεγάλο βαθμό απορριφθεί από την επιστήμη, ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά και με σχετική επιτυχία από δράστες βίας για να αποκτήσουν αξιοπιστία στο σύστημα Οικογενειακού Δικαίου.
Δεν πρέπει να υποθέτουμε ότι η επαφή με έναν βίαιο πατέρα είναι προς το συμφέρον του παιδιού.
Το δείχνουν έρευνες
Μία πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Brunel στο Λονδίνο, κατέδειξε ότι οι μητέρες είχαν ελάχιστες πιθανότητες να κερδίσουν τις δίκες στις οποίες κατηγορούσαν τους πατέρες για γονική αποξένωση, ακόμα και όταν οι πατέρες ήταν βίαιοι. Όταν όμως οι πατέρες κατηγορούσαν τις μητέρες για το ίδιο, ανεξάρτητα με το αν ήταν οι ίδιοι κατηγορούμενοι για βία κατά των γυναικών, έπαιρναν τη γονική επιμέλεια σε ποσοστό 44%.
Επίσης, η έρευνα του Πανεπιστημίου George Washington κατέδειξε ότι όταν μητέρες κατήγγελλαν οποιασδήποτε μορφής βίας και οι πατέρες απαντούσαν εξαπολύοντας κατηγορίες γονικής αποξένωσης, τότε οι μητέρες είχαν διπλάσιες πιθανότητες να χάσουν την επιμέλεια των παιδιών τους. Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι: η αποξένωση υπερισχύει της βίας.
Όπως δε προκύπτει, σπάνια παρέχεται στα παιδιά η ευκαιρία να εκφράσουν τη γνώμη τους ή/και τα συναισθήματά τους σε διαδικασίες και αποφάσεις γονικής επιμέλειας και επικοινωνίας.
Βολεύει το σύστημα
Κλείνοντας, τονίζω ότι είναι πιο βολικό να πιστεύει κανείς ότι μία γυναίκα ψεύδεται από το να θεωρήσει ότι ένας άντρας μπορεί να κακοποιήσει ή ακόμα και να σκοτώσει μία γυναίκα ή ένα παιδί. Οι δικαστές, όπως είναι γνωστό, συχνά αγνοούν καλά τεκμηριωμένες περιπτώσεις βίας κατά των γυναικών, δίνοντας περισσότερη βαρύτητα στη γονική αποξένωση του πατέρα. Η πρακτική αυτή έχει σε πολλές περιπτώσεις καταστροφικές συνέπειες στις ζωές των παιδιών, αφού δεν λαμβάνεται στην ουσία υπόψη η άποψη, τα συναισθήματα και το καλώς νοούμενο συμφέρον τους.
Η λύση στο πρόβλημα αυτό έγκειται στα εργαλεία αξιολόγησης που καλείται να έχει, αλλά και να εφαρμόσει σωστά ο κάθε εμπλεκόμενος επαγγελματίας, αλλά και σε μηχανισμούς που να παρέχουν τη δυνατότητα σε κάθε παιδί να εκφράσει τη γνώμη του και να συμμετέχει ουσιαστικά σε αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή του. Η συμπερίληψη της άποψης των παιδιών που πλήττονται από τη βία κατά των γυναικών θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, τόσο στο έργο των εμπλεκόμενων υπηρεσιών με τα θύματα και τους δράστες, όσο και στο ευρύτερο σύστημα παρέμβασης και συνεργασίας με άλλους εμπλεκόμενους φορείς.